Αντιγόνη Τσαγκαροπούλου

Ήξερα πολύ καλά την τεράστια επιρροή που είχε ακόμα η Σελήνη πάνω μου, αλλά δεν έφευγα μακριά της γιατί μου θύμιζε εσένα. Κάθε βράδυ πήγαινα στο ίδιο σημείο του μονού διαβρωμένου κρεβατιού μου, κρεμόμουν ανάποδα κάτω από το ροζ φεγγάρι και ονειρευόμουν τους πιο γλυκούς εφιάλτες. Εκείνη τη νύχτα είδα στον ύπνο μου πως η Πανσέληνος ήσουν εσύ και πως εγώ πήδηξα με όλη μου την δύναμη για να προσσεληνωθώ πάνω σου. Ήθελα να σε κατασπαράξω ολόκληρη σαν να ήσουν το πιο αφράτο marshmallow που όταν το δαγκώνεις ξεχειλίζει ζουμερό σιρόπι βατόμουρο. Έχωσα τα δόντια μου βαθιά στους καμπυλωτούς σου κρατήρες και κολύμπησα στο ζαχαρένιο σου αίμα, καθώς εσύ μου προκαλούσες αλλεπάλληλες σιροπιαστές παλίρροιες. Η βαρυτική έλξη μεταξύ μας είναι τόσο μεγάλη όταν σε συναντάω ξανά στα όνειρά μου, που κάποιες νύχτες θα μπορούσα να είχα ολοκληρωτικά πνιγεί από τις πλημμυρίδες και τις άμπωτές μας. Οι πορφυρές σεληνιάσεις μας όμως δεν αρκούν για να σε ξαναφέρουν πίσω.

Τη πρώτη νύχτα που σε είδα ήσουν ανάποδα και στριφογύριζες, με όλες τις φεγγαροακτίνες να αντανακλούν πάνω στα χειρόπτερά σου. Σε ρώτησα πως γίνεται να μην φοβάσαι και εσύ μου απάντησες πως έχουμε πλεονέκτημα γιατί είμαστε τα μόνα θηλαστικά που μπορούν να πετάξουν.

Εκτός από μια συγκεκριμένη μέρα κάθε μήνα.

Οι νύχτες με πανσέληνο δεν ήταν ευνοϊκές για εμάς γιατί γινόμασταν ορατές σε όλους αυτούς που ήθελαν να μας εξαφανίσουν. Το ολόγιομο φεγγάρι μαρτυρούσε την ύπαρξή μας και έδινε άλλοθι στους εξολοθρευτές μας να υποστηρίζουν πως δεν ανήκουμε στον φωτεινό τους κόσμο. Μας θεωρούσανε βρώμικες, σκοτεινές και διέδιδαν πως κουβαλάμε σοβαρές ασθένειες οι οποίες προσβάλουνε τον καθαρό τους κόσμο.

Μια τέτοια νύχτα αναγκαστήκαμε να το σκάσουμε από τις προηγούμενες ζωές μας, προκειμένου να προφυλαχτούμε από το μεγαλύτερο μαζικό κυνήγι της κοινότητάς μας. Πήραμε τις αδελφές μας και εξαφανιστήκαμε από όλες τις μεγάλες γέφυρες, τα νυχτεριδομάγαζα, τις εναέριες πιάτσες, τους ανάποδους μόλους, τις νύχτες που κάποτε μας ανήκανε. Κρυφτήκαμε και φτιάξαμε το πιο γνωστό καταφύγιο νυχτερίδων, τη σπηλιά της Ροζ Πανσελήνου. Η σπηλιά αυτή φιλοξενούσε όλα τα εκδιωγμένα υποκείμενα, όλες τις νυχτερίδες-μάγισσες, μέγαιρες, βαμπίρ, μολυσματικές και ανώμαλες. Εκμεταλλευτήκαμε τους σταλαχτίτες και τους σταλαγμίτες της σπηλιάς για να χορεύουμε. Στριφογυρίζαμε στους κρυσταλλένιους στύλους και μοιραζόμασταν τις ιστορίες μας η μια στην άλλη μέσα από υπερηχητικές εξομολογήσεις. Η σπηλιά και ο χορός μας ενδυνάμωναν, μας θύμιζαν πως δεν είμαστε μόνες, πως είμαστε πολλές και πως μπορούμε να προστατευτούμε από τον κίνδυνο.

Εσύ όμως ήσουνα η Λούνα και όλες ξέραμε πως αδυνατούσες να μείνεις κρυμμένη για πάντα στη σκιά της σπηλιάς μας. Ήθελες να ξαναβγείς εκεί έξω, να κάνεις κολλητή σου την πανσέληνο και να χορεύεις ανυπότακτη με όλα τα γαλαξιακά φώτα πάνω σου.

Αποφάσισες να τρέξεις μακριά από τις νύχτες μας. Την τελευταία φορά που σε είδα ήσουν παγωμένη... Έφυγες τη νύχτα που την είχε αιχμαλωτίσει η μέρα.

Στους πιο γλυκούς εφιάλτες μου ονειρεύομαι πώς το ροζ φεγγαρόφως είναι το μαγικό μας φίλτρο προστασίας, πως πήραμε την πανσέληνο με το μέρος μας και πως αν γυρίσω πλευρό θα σε βρω ξαπλωμένη δίπλα μου, θα είσαι ασφαλής και θα δαγκώνουμε σιροπιαστά marshmallow μαζί.